Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrabattàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrabatˈtarsi]

1 προσπαθώ
2 αγωνίζομαι αντίθετα
3 αντιμάχομαι
4 αντιπαλεύω
5 προσπαθώ πολύ
6 μοχθώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arra arrabbiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arpione (ουσ αρσ )
arpionismo (ουσ αρσ )
arpista (ουσ αρσ και θηλ.)
arpone (ουσ αρσ )
arra (θηλ.ουσ)
arrabattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrabbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrabbiatura (θηλ.ουσ)
arraffare (ρ. μτβ.)
arrampicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrampicata (θηλ.ουσ)
arrampicatore (ουσ αρσ )
arrancare (ρ.αμτβ.)
arrangiamento (ουσ αρσ )
arrangiare (ρ. μτβ.)
arrangiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrangiatore (ουσ αρσ )
arrangolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---