Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arrabbiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrabˈbjare]

θυμώνω

arrabbiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arrabˈbjarsi]

θυμώνω, οργίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arrabattarsi arrabbiato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare arrabbiare = κάνω κανέναν να θυμώσει


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arpionismo (ουσ αρσ )
arpista (ουσ αρσ και θηλ.)
arpone (ουσ αρσ )
arra (θηλ.ουσ)
arrabattarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arrabbiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrabbiato (αρσ. επίθ και ουσ)
arrabbiatura (θηλ.ουσ)
arraffare (ρ. μτβ.)
arrampicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrampicata (θηλ.ουσ)
arrampicatore (ουσ αρσ )
arrancare (ρ.αμτβ.)
arrangiamento (ουσ αρσ )
arrangiare (ρ. μτβ.)
arrangiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arrangiatore (ουσ αρσ )
arrangolare (ρ. μτβ.)
arrangolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---