Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aròma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈrɔma]

1 μυρέψημα
2 μοσχοβόλημα
3 μυρωδικό
4 ευωδιά
5 μύρο
6 άρωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arnione aromaticità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

armonizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
armonizzazione (θηλ.ουσ)
arnese (ουσ αρσ )
arnia (θηλ.ουσ)
arnione (ουσ αρσ )
aroma (ουσ αρσ )
aromaticità (θηλ.ουσ)
aromatico (αρσ. επίθ και ουσ)
aromatizzante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
aromatizzare (ρ. μτβ.)
arpa (θηλ.ουσ)
arpagone (ουσ αρσ )
arpeggiamento (ουσ αρσ )
arpeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arpeggiatore (ουσ αρσ )
arpeggio (ουσ αρσ )
arpia (θηλ.ουσ)
arpicordo (ουσ αρσ )
arpionare (ρ. μτβ.)
arpione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---