Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarméggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈmedʤo] 1 δολοπλοκία 2 μηχανορραφία 3 ελιγμός 4 μονομαχία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |