Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


armatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [armaˈtore]

εφοπλιστής

armatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [armaˈtore]

εφοπλιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  armato armatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

armare (ρ. μτβ.)
armarsi (ρ. μ. αμτβ.)
armata (θηλ.ουσ)
armato (ουσ αρσ )
armato (επίθ.)
armatore (ουσ αρσ )
armatore (επίθ.)
armatura (θηλ.ουσ)
arme (θηλ.ουσ)
armeggiamento (ουσ αρσ )
armeggiare (ρ.αμτβ.)
armeggio (ουσ αρσ )
armeno (αρσ. επίθ και ουσ)
armento (ουσ αρσ )
armeria (θηλ.ουσ)
armiere (ουσ αρσ )
armigero (ουσ αρσ )
armigero (επίθ.)
armistizio (ουσ αρσ )
armo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---