Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarmatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [armaˈtore] εφοπλιστής armatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [armaˈtore] εφοπλιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |