Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarmàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arˈmato] 1 ένοπλος άντρας 2 στρατιώτης armàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [arˈmato] οπλισμένος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcarro [αρσ.] armato = το τανκ, το τεθωρακισμένο || forze [θηλ. πλυθ.] armate = τα στρατεύματα, ενόπλες δυνάμεις Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |