Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


armaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [armaˈjɔlo]

1 οπλουργός
2 έμπορος όπλων
3 οπλοποιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  armadio armamentario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arma (θηλ.ουσ)
armacollo (ουσ αρσ )
armadietto (ουσ αρσ )
armadillo (ουσ αρσ )
armadio (ουσ αρσ )
armaiolo (ουσ αρσ )
armamentario (ουσ αρσ )
armamento (ουσ αρσ )
armare (ρ. μτβ.)
armarsi (ρ. μ. αμτβ.)
armata (θηλ.ουσ)
armato (ουσ αρσ )
armato (επίθ.)
armatore (ουσ αρσ )
armatore (επίθ.)
armatura (θηλ.ουσ)
arme (θηλ.ουσ)
armeggiamento (ουσ αρσ )
armeggiare (ρ.αμτβ.)
armeggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---