Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarmaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [armaˈjɔlo] 1 οπλουργός 2 έμπορος όπλων 3 οπλοποιός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |