ItalianoGreco


àrma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarma]

το όπλο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


porto [αρσ.] d'armi = η άδεια οπλοφορίας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---