Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarlecchìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [arlekˈkino] 1 γελωτοποιός 2 ανόητος 3 αλλοπρόσαλλος 4 αρλεκίνος 5 παλιάτσος 6 κλόουν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |