Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarióso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈrjoso], [aˈrjozo] μουσική με λόγια και τραγούδι arióso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [aˈrjoso], [aˈrjozo] ευάερος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |