Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ariétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [aˈrjetta]

άρια μικρή (μουσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ariete arillo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arido (αρσ. επίθ και ουσ)
aridocoltura (θηλ.ουσ)
arieggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arieggiato (επίθ.)
ariete (ουσ αρσ )
arietta (θηλ.ουσ)
arillo (ουσ αρσ )
aringa (θηλ.ουσ)
arioso (ουσ αρσ )
arioso (επίθ.)
arista (θηλ.ουσ)
aristato (επίθ.)
aristocratico (ουσ αρσ )
aristocratico (επίθ.)
aristocrazia (θηλ.ουσ)
Aristofane (ουσ αρσ )
aristofanesco (επίθ.)
Aristotele (ουσ αρσ )
aristotelico (αρσ. επίθ και ουσ)
aristotelismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---