Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaristocrazìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aristokratˈtsia] 1 ανώτερες τάξεις 2 άρχουσα τάξη 3 αριστοκρατία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |