Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arianésimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arjaˈnezimo]

αρειανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aria ariano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

argutamente (επίρ.)
argutezza (θηλ.ουσ)
arguto (επίθ.)
arguzia (θηλ.ουσ)
aria (θηλ.ουσ)
arianesimo (ουσ αρσ )
ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
aridamente (επίρ.)
aridità (θηλ.ουσ)
arido (αρσ. επίθ και ουσ)
aridocoltura (θηλ.ουσ)
arieggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arieggiato (επίθ.)
ariete (ουσ αρσ )
arietta (θηλ.ουσ)
arillo (ουσ αρσ )
aringa (θηλ.ουσ)
arioso (ουσ αρσ )
arioso (επίθ.)
arista (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---