Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarja]

ο αέρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arguzia arianesimo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


aria [θηλ.] condizionata = ο κλιματισμός || camera [θηλ.] d'aria = η σαμπρέλα || colpo [αρσ.] d'aria = η ριπή αέρος || tromba [θηλ.] d'aria = ο ανεμοστρόβιλος || vuoto [αρσ.] d'aria = το κενό αέρος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arguire (ρ. μτβ.)
argutamente (επίρ.)
argutezza (θηλ.ουσ)
arguto (επίθ.)
arguzia (θηλ.ουσ)
aria (θηλ.ουσ)
arianesimo (ουσ αρσ )
ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
aridamente (επίρ.)
aridità (θηλ.ουσ)
arido (αρσ. επίθ και ουσ)
aridocoltura (θηλ.ουσ)
arieggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arieggiato (επίθ.)
ariete (ουσ αρσ )
arietta (θηλ.ουσ)
arillo (ουσ αρσ )
aringa (θηλ.ουσ)
arioso (ουσ αρσ )
arioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---