Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


argomentàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [argomenˈtare]

1 αμφισβητώ
2 συνάγω με λογική ανάλυση
3 συζητώ
4 διαφωνώ
5 βγάζω συμπέρασμα τεκμηριωμένα
6 συμπεραίνω αφαιρετικά
7 συμπεραίνω
8 εξάγω συμπέρασμα
9 συζητώ λογικά
10 συλλογισμός
11 σκέπτομαι λογικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  argomentabile argomentatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arginatura (θηλ.ουσ)
argine (ουσ αρσ )
argirismo (ουσ αρσ )
argo (ουσ αρσ )
argomentabile (επίθ.)
argomentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
argomentatore (ουσ αρσ )
argomentazione (θηλ.ουσ)
argomento (ουσ αρσ )
argon (ουσ αρσ )
argonauta (ουσ αρσ )
arguire (ρ. μτβ.)
argutamente (επίρ.)
argutezza (θηλ.ουσ)
arguto (επίθ.)
arguzia (θηλ.ουσ)
aria (θηλ.ουσ)
arianesimo (ουσ αρσ )
ariano (αρσ. επίθ και ουσ)
aridamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---