Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόargillóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [arʤilˈloso], [arʤilˈlozo] 1 αργιλώδης 2 αργιλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |