Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


argentìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arʤenˈtino]

Αργεντινός

argentìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arʤenˈtino]

1 ο της Αργεντινής
2 ασημένιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  argentina argento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

argenteo (αρσ. επίθ και ουσ)
argenteria (θηλ.ουσ)
argentiera (θηλ.ουσ)
argentifero (επίθ.)
argentina (θηλ.ουσ)
argentino (ουσ αρσ )
argentino (επίθ.)
argento (ουσ αρσ )
argentone (ουσ αρσ )
argilla (θηλ.ουσ)
argillaceo (επίθ.)
argilloso (επίθ.)
arginale (επίθ.)
arginamento (ουσ αρσ )
arginare (ρ. μτβ.)
arginatura (θηλ.ουσ)
argine (ουσ αρσ )
argirismo (ουσ αρσ )
argo (ουσ αρσ )
argomentabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---