Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόargènteo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [arˈʤɛnteo] 1 αργυρός 2 αργυροστολισμένος 3 ασημένιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |