Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


argènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈʤɛnto]

το ασήμι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  argentino argentone  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nozze [θηλ. πλυθ. άκλ.] d'argento = οι αργυροί γάμοι [m.]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

argentiera (θηλ.ουσ)
argentifero (επίθ.)
argentina (θηλ.ουσ)
argentino (ουσ αρσ )
argentino (επίθ.)
argento (ουσ αρσ )
argentone (ουσ αρσ )
argilla (θηλ.ουσ)
argillaceo (επίθ.)
argilloso (επίθ.)
arginale (επίθ.)
arginamento (ουσ αρσ )
arginare (ρ. μτβ.)
arginatura (θηλ.ουσ)
argine (ουσ αρσ )
argirismo (ουσ αρσ )
argo (ουσ αρσ )
argomentabile (επίθ.)
argomentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
argomentatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---