ItalianoGreco


argènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈʤɛnto]

το ασήμι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nozze [θηλ. πλυθ. άκλ.] d'argento = οι αργυροί γάμοι [m.]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---