Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόargentìfero
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [arʤenˈtifero] αργυροφόρος (για περιοχή με κοιτάσματα αργύρου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |