Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


argentàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arʤenˈtato]

1 αρζαντέ
2 ασημωμένος
3 επάργυρος
4 αργυροστόλιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  argentare argentatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Ares (ουσ αρσ )
arganello (ουσ αρσ )
arganista (ουσ αρσ και θηλ.)
argano (ουσ αρσ )
argentare (ρ. μτβ.)
argentato (επίθ.)
argentatura (θηλ.ουσ)
argenteo (αρσ. επίθ και ουσ)
argenteria (θηλ.ουσ)
argentiera (θηλ.ουσ)
argentifero (επίθ.)
argentina (θηλ.ουσ)
argentino (ουσ αρσ )
argentino (επίθ.)
argento (ουσ αρσ )
argentone (ουσ αρσ )
argilla (θηλ.ουσ)
argillaceo (επίθ.)
argilloso (επίθ.)
arginale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---