Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàrgano
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈargano] 1 εργάτης (μηχάνημα ανύψωσης) 2 εργατοκύλινδρος 3 βαρούλκο 4 γερανός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |