Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


areòpago, areopàgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [areˈɔpago], [areoˈpago]

Άρειος πάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  areopagita Ares  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arenile (ουσ αρσ )
arenoso (επίθ.)
areola (θηλ.ουσ)
areometro (ουσ αρσ )
areopagita (ουσ αρσ )
areopago (ουσ αρσ )
Ares (ουσ αρσ )
arganello (ουσ αρσ )
arganista (ουσ αρσ και θηλ.)
argano (ουσ αρσ )
argentare (ρ. μτβ.)
argentato (επίθ.)
argentatura (θηλ.ουσ)
argenteo (αρσ. επίθ και ουσ)
argenteria (θηλ.ουσ)
argentiera (θηλ.ουσ)
argentifero (επίθ.)
argentina (θηλ.ουσ)
argentino (ουσ αρσ )
argentino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---