Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarèola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [aˈrɛola] 1 άλως θηλής μαστού 2 άλως φλύκταινας 3 άλως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |