Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arenóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [areˈnoso], [areˈnozo]

1 καλυμμένος με άμμο
2 αποτελούμενος από άμμο
3 αμμουδερός
4 αμμώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arenile areola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arenaria (θηλ.ουσ)
arenario (επίθ.)
arengo (ουσ αρσ )
arenile (ουσ αρσ )
arenoso (επίθ.)
areola (θηλ.ουσ)
areometro (ουσ αρσ )
areopagita (ουσ αρσ )
areopago (ουσ αρσ )
Ares (ουσ αρσ )
arganello (ουσ αρσ )
arganista (ουσ αρσ και θηλ.)
argano (ουσ αρσ )
argentare (ρ. μτβ.)
argentato (επίθ.)
argentatura (θηλ.ουσ)
argenteo (αρσ. επίθ και ουσ)
argenteria (θηλ.ουσ)
argentiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---