Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarenóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [areˈnoso], [areˈnozo] 1 καλυμμένος με άμμο 2 αποτελούμενος από άμμο 3 αμμουδερός 4 αμμώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |