Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arenària  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [areˈnarja]

ψαμμίτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arenarsi arenario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arem (ουσ αρσ )
arena (θηλ.ουσ)
arenamento (ουσ αρσ )
arenare (ρ.αμτβ.)
arenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arenaria (θηλ.ουσ)
arenario (επίθ.)
arengo (ουσ αρσ )
arenile (ουσ αρσ )
arenoso (επίθ.)
areola (θηλ.ουσ)
areometro (ουσ αρσ )
areopagita (ουσ αρσ )
areopago (ουσ αρσ )
Ares (ουσ αρσ )
arganello (ουσ αρσ )
arganista (ουσ αρσ και θηλ.)
argano (ουσ αρσ )
argentare (ρ. μτβ.)
argentato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---