Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόareòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [areˈɔmetro] 1 γράδο 2 αραιόμετρο 3 υδρόμετρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |