Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arenàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [areˈnare]

1 οδηγώ σε αδιέξοδο
2 αποτυγχάνω
3 εξοκέλλω

arenàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [areˈnarsi]

1 εξοκέλλω
2 οδηγούμαι σε αδιέξοδο
3 αποτυγχάνω
4 αποβιβάζομαι σε ακτή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arenamento arenaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

area (θηλ.ουσ)
areligioso (επίθ.)
arem (ουσ αρσ )
arena (θηλ.ουσ)
arenamento (ουσ αρσ )
arenare (ρ.αμτβ.)
arenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arenaria (θηλ.ουσ)
arenario (επίθ.)
arengo (ουσ αρσ )
arenile (ουσ αρσ )
arenoso (επίθ.)
areola (θηλ.ουσ)
areometro (ουσ αρσ )
areopagita (ουσ αρσ )
areopago (ουσ αρσ )
Ares (ουσ αρσ )
arganello (ουσ αρσ )
arganista (ουσ αρσ και θηλ.)
argano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---