Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àrea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarea]

η περιοχή, η έκταση, το εμβαδό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arsi areligioso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


area [θηλ.] di rigore = η μικρή περιοχή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ardito (αρσ. επίθ και ουσ)
ardore (ουσ αρσ )
arduità (θηλ.ουσ)
arduo (επίθ.)
arsi (θηλ.ουσ)
area (θηλ.ουσ)
areligioso (επίθ.)
arem (ουσ αρσ )
arena (θηλ.ουσ)
arenamento (ουσ αρσ )
arenare (ρ.αμτβ.)
arenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arenaria (θηλ.ουσ)
arenario (επίθ.)
arengo (ουσ αρσ )
arenile (ουσ αρσ )
arenoso (επίθ.)
areola (θηλ.ουσ)
areometro (ουσ αρσ )
areopagita (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---