ItalianoGreco


àrea  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈarea]

η περιοχή, η έκταση, το εμβαδό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


area [θηλ.] di rigore = η μικρή περιοχή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---