Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ardìto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈdito]

1 θρασύς
2 ατρόμητος
3 αντρείος
4 αναιδής
5 ασύνετος
6 αδιάντροπος
7 αυθάδης
8 αντρειωμένος
9 απόκοτος
10 θαρραλέος
11 τολμηρός
12 παράτολμος
13 ανδρείος
14 γενναίος
15 ριψοκίνδυνος
16 (urale: ((arditi))) στρατεύματα κρούσεως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arditezza ardore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ardimento (ουσ αρσ )
ardimentoso (επίθ.)
ardire (ουσ αρσ )
ardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arditezza (θηλ.ουσ)
ardito (αρσ. επίθ και ουσ)
ardore (ουσ αρσ )
arduità (θηλ.ουσ)
arduo (επίθ.)
arsi (θηλ.ουσ)
area (θηλ.ουσ)
areligioso (επίθ.)
arem (ουσ αρσ )
arena (θηλ.ουσ)
arenamento (ουσ αρσ )
arenare (ρ.αμτβ.)
arenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arenaria (θηλ.ουσ)
arenario (επίθ.)
arengo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---