Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ardìre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈdire]

1 κότσια
2 τόλμη
3 καρτεροψυχία
4 κουράγιο
5 θάρρος

ardìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [arˈdire]

1 αψηφώ
2 παρακινδυνεύω
3 θαρρεύω
4 περιφρονώ τους κινδύνους
5 κοτώ
6 διακυβεύω
7 ρισκάρω
8 τολμώ
9 ριψοκινδυνεύω
10 διακινδυνεύω
11 αποτολμώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ardimentoso arditezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ardenza (θηλ.ουσ)
ardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ardesia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ardimento (ουσ αρσ )
ardimentoso (επίθ.)
ardire (ουσ αρσ )
ardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arditezza (θηλ.ουσ)
ardito (αρσ. επίθ και ουσ)
ardore (ουσ αρσ )
arduità (θηλ.ουσ)
arduo (επίθ.)
arsi (θηλ.ουσ)
area (θηλ.ουσ)
areligioso (επίθ.)
arem (ουσ αρσ )
arena (θηλ.ουσ)
arenamento (ουσ αρσ )
arenare (ρ.αμτβ.)
arenarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---