Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόardènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arˈdɛntsa] 1 καύσωνας 2 θέρμη 3 θερμότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |