Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àrdere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈardere]

1 φλέγομαι
2 καίγομαι
3 ψήνομαι
4 ζεματίζομαι
5 φλέγω
6 αναφλέγω
7 καίω
8 φλογίζω
9 καίγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ardenza ardesia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arcontato (ουσ αρσ )
arconte (ουσ αρσ )
arcuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ardentemente (επίρ.)
ardenza (θηλ.ουσ)
ardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ardesia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ardimento (ουσ αρσ )
ardimentoso (επίθ.)
ardire (ουσ αρσ )
ardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arditezza (θηλ.ουσ)
ardito (αρσ. επίθ και ουσ)
ardore (ουσ αρσ )
arduità (θηλ.ουσ)
arduo (επίθ.)
arsi (θηλ.ουσ)
area (θηλ.ουσ)
areligioso (επίθ.)
arem (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---