Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόardiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ardiˈmento] 1 τολμηρότητα 2 τόλμη 3 θρασύτητα 4 αποκοτιά 5 θάρρος 6 απερισκεψία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |