Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόardimentóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ardimenˈtoso], [ardimenˈtozo] 1 παράτολμος 2 ριψοκίνδυνος 3 απόκοτος 4 τολμηρός 5 θαρραλέος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |