Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àrduo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈarduo]

1 εντατικός
2 δυσχερής
3 σκληρός
4 απότομος
5 απόκρημνος
6 δύσκολος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arduità arsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arditezza (θηλ.ουσ)
ardito (αρσ. επίθ και ουσ)
ardore (ουσ αρσ )
arduità (θηλ.ουσ)
arduo (επίθ.)
arsi (θηλ.ουσ)
area (θηλ.ουσ)
areligioso (επίθ.)
arem (ουσ αρσ )
arena (θηλ.ουσ)
arenamento (ουσ αρσ )
arenare (ρ.αμτβ.)
arenarsi (ρ. μ. αμτβ.)
arenaria (θηλ.ουσ)
arenario (επίθ.)
arengo (ουσ αρσ )
arenile (ουσ αρσ )
arenoso (επίθ.)
areola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---