Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arcontàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arkonˈtato]

διακυβέρνηση ολιγαρχική των αρχόντων (αρχαία Ελληνική ιστορία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arcolaio arconte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arcivescovile (επίθ.)
arcivescovo (ουσ αρσ )
arco (ουσ αρσ )
arcobaleno (ουσ αρσ )
arcolaio (ουσ αρσ )
arcontato (ουσ αρσ )
arconte (ουσ αρσ )
arcuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ardentemente (επίρ.)
ardenza (θηλ.ουσ)
ardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ardesia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ardimento (ουσ αρσ )
ardimentoso (επίθ.)
ardire (ουσ αρσ )
ardire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
arditezza (θηλ.ουσ)
ardito (αρσ. επίθ και ουσ)
ardore (ουσ αρσ )
arduità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---