Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàrco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈarko] 1 (arma) το τόξο 2 (di edificio) η καμάρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |