Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arcivescovàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arʧiveskoˈvato]

1 αρχιεπισκοπικό αξίωμα
2 αρχιεπισκοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arcivescovado arcivescovile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arcione (ουσ αρσ )
arcipelago (ουσ αρσ )
arcipresso (ουσ αρσ )
arciprete (ουσ αρσ )
arcivescovado (ουσ αρσ )
arcivescovato (ουσ αρσ )
arcivescovile (επίθ.)
arcivescovo (ουσ αρσ )
arco (ουσ αρσ )
arcobaleno (ουσ αρσ )
arcolaio (ουσ αρσ )
arcontato (ουσ αρσ )
arconte (ουσ αρσ )
arcuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ardentemente (επίρ.)
ardenza (θηλ.ουσ)
ardere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ardesia (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ardimento (ουσ αρσ )
ardimentoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---