Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arcióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈʧone]

1 προεξέχον πίσω τμήμα σέλας
2 σέλα
3 μπροστάρι σέλας
4 τμήμα μπροστινό σαμαριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arcinoto arcipelago  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arciduchessa (θηλ.ουσ)
arciere (ουσ αρσ )
arcigno (επίθ.)
arcimilionario (αρσ. επίθ και ουσ)
arcinoto (επίθ.)
arcione (ουσ αρσ )
arcipelago (ουσ αρσ )
arcipresso (ουσ αρσ )
arciprete (ουσ αρσ )
arcivescovado (ουσ αρσ )
arcivescovato (ουσ αρσ )
arcivescovile (επίθ.)
arcivescovo (ουσ αρσ )
arco (ουσ αρσ )
arcobaleno (ουσ αρσ )
arcolaio (ουσ αρσ )
arcontato (ουσ αρσ )
arconte (ουσ αρσ )
arcuarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ardentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---