Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarcolàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [arkoˈlajo] 1 ανέμη 2 ανεμοδούρι 3 κουβαρίστρα 4 ρόκα 5 μασούρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |