Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arcìgno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [arˈʧiɲɲo]

1 σκυθρωπός
2 σκαιός
3 κατσούφης
4 αυστηρός
5 βλοσυρός
6 τραχύς
7 απότομος
8 αυταρχικός
9 δύστροπος
10 απειλητικός στην εμφάνιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arciere arcimilionario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arciduca (ουσ αρσ )
arciducale (επίθ.)
arciducato (ουσ αρσ )
arciduchessa (θηλ.ουσ)
arciere (ουσ αρσ )
arcigno (επίθ.)
arcimilionario (αρσ. επίθ και ουσ)
arcinoto (επίθ.)
arcione (ουσ αρσ )
arcipelago (ουσ αρσ )
arcipresso (ουσ αρσ )
arciprete (ουσ αρσ )
arcivescovado (ουσ αρσ )
arcivescovato (ουσ αρσ )
arcivescovile (επίθ.)
arcivescovo (ουσ αρσ )
arco (ουσ αρσ )
arcobaleno (ουσ αρσ )
arcolaio (ουσ αρσ )
arcontato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---