Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vocalizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) voivòda (ουσ αρσ )
vocalizzazióne (θηλ.ουσ) volàno (ουσ αρσ )
vocalìzzo (ουσ αρσ ) volant (ουσ αρσ )
vocatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) volànte (ουσ αρσ )
vocazionàle (επίθ.) volànte (θηλ.ουσ)
vocazióne (θηλ.ουσ) volànte (επίθ.)
vóce (θηλ.ουσ) volantinàggio (ουσ αρσ )
vociàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) volantinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vociatóre (αρσ. επίθ και ουσ) volantìno (ουσ αρσ )
vociferànte (επίθ.) volàre (ρ.αμτβ.)
vociferàre (ρ.αμτβ.) volàta (θηλ.ουσ)
vociferàre (ρ. μτβ.) volàtica (θηλ.ουσ)
vociferatóre (ουσ αρσ ) volàtile (ουσ αρσ )
vociferazióne (θηλ.ουσ) volàtile (επίθ.)
vocìo (ουσ αρσ ) volatilità (θηλ.ουσ)
vodka (θηλ.ουσ) volatilizzàbile (επίθ.)
vóga (θηλ.ουσ) volatilizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vogàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) volatilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
vogàta (θηλ.ουσ) volatilizzazióne (θηλ.ουσ)
vogatóre (ουσ αρσ ) volatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
vòglia (θηλ.ουσ) vol–au–vent (ουσ αρσ )
vogliòso (επίθ.) volée (θηλ.ουσ)
vói (αντων.) volènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
voiàltri (προσωπ. αντων.) volenteróso (επίθ.)
voile (ουσ αρσ ) volentièri (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: