Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [volaˈtore]

1 ιπτάμενος
2 αεροπόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volatilizzazione vol–au–vent  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volatilità (θηλ.ουσ)
volatilizzabile (επίθ.)
volatilizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volatilizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
volatilizzazione (θηλ.ουσ)
volatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vol–au–vent (ουσ αρσ )
volee (θηλ.ουσ)
volente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
volenteroso (επίθ.)
volentieri (επίρ.)
volere (ουσ αρσ )
volere (ρ. μτβ.)
volgare (ουσ αρσ )
volgare (επίθ.)
volgarismo (ουσ αρσ )
volgarità (θηλ.ουσ)
volgarizzamento (ουσ αρσ )
volgarizzare (ρ. μτβ.)
volgarizzatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---