Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [voˈlere]

1 ευχή
2 θέληση

volére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [voˈlere]

θέλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volentieri volgare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


che cavolo vuoi? = τι στο καλό θέλεις || che vuoi farci? = τι τα θες! || non vorrai mica... = έχει γούστο να... || senza volere = άθελα || volere bene = αγαπώ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vol–au–vent (ουσ αρσ )
volee (θηλ.ουσ)
volente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
volenteroso (επίθ.)
volentieri (επίρ.)
volere (ουσ αρσ )
volere (ρ. μτβ.)
volgare (ουσ αρσ )
volgare (επίθ.)
volgarismo (ουσ αρσ )
volgarità (θηλ.ουσ)
volgarizzamento (ουσ αρσ )
volgarizzare (ρ. μτβ.)
volgarizzatore (ουσ αρσ )
volgarizzazione (θηλ.ουσ)
volgata (θηλ.ουσ)
volgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volgersi (ρ.μ. (αντων.))
volgo (ουσ αρσ )
voliera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---