Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vólgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvolgo]

1 μάζα
2 κοινός λαός
3 κοινοί άνθρωποι
4 χυδαίος όχλος
5 όχλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volgersi voliera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volgarizzatore (ουσ αρσ )
volgarizzazione (θηλ.ουσ)
volgata (θηλ.ουσ)
volgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volgersi (ρ.μ. (αντων.))
volgo (ουσ αρσ )
voliera (θηλ.ουσ)
volitare (ρ.αμτβ.)
volitività (θηλ.ουσ)
volitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
volizione (θηλ.ουσ)
volo (ουσ αρσ )
volontà (θηλ.ουσ)
volontariamente (επίρ.)
volontariato (ουσ αρσ )
volontarietà (θηλ.ουσ)
volontario (ουσ αρσ )
volontario (επίθ.)
volontarismo (ουσ αρσ )
volontaristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---