Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volitìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [voliˈtivo]

1 βουλητικός
2 θεληματικός
3 θεληματίας
4 άνθρωπος που έχει ισχυρή θέληση
5 αποφασιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  volitività volizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volgersi (ρ.μ. (αντων.))
volgo (ουσ αρσ )
voliera (θηλ.ουσ)
volitare (ρ.αμτβ.)
volitività (θηλ.ουσ)
volitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
volizione (θηλ.ουσ)
volo (ουσ αρσ )
volontà (θηλ.ουσ)
volontariamente (επίρ.)
volontariato (ουσ αρσ )
volontarietà (θηλ.ουσ)
volontario (ουσ αρσ )
volontario (επίθ.)
volontarismo (ουσ αρσ )
volontaristico (επίθ.)
volonteroso (επίθ.)
volontieri (επίρ.)
volovelismo (ουσ αρσ )
volovelista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---