Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolitìvo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [voliˈtivo] 1 βουλητικός 2 θεληματικός 3 θεληματίας 4 άνθρωπος που έχει ισχυρή θέληση 5 αποφασιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |