Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvolontàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [volonˈtarjo] ο εθελοντής, η εθελόντρια volontàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [volonˈtarjo] εθελοντικός (-ή, -ό), εκούσιος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |