Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvólo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvolo] η πτήση, το πέταγμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαal volo = στο τσακ || assistente [αρσ.] di volo = η αεροσυνοδός || controllore [αρσ.] di volo = ο ελεγχτής εναέριας κυκλοφορία || volo [αρσ.] di linea = η προγραμματισμένη πτήση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |