Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


volitàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [voliˈtare]

1 φτεροκοπώ
2 πετώ εδώ κι εκεί
3 φτερουγίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  voliera volitività  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

volgata (θηλ.ουσ)
volgere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
volgersi (ρ.μ. (αντων.))
volgo (ουσ αρσ )
voliera (θηλ.ουσ)
volitare (ρ.αμτβ.)
volitività (θηλ.ουσ)
volitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
volizione (θηλ.ουσ)
volo (ουσ αρσ )
volontà (θηλ.ουσ)
volontariamente (επίρ.)
volontariato (ουσ αρσ )
volontarietà (θηλ.ουσ)
volontario (ουσ αρσ )
volontario (επίθ.)
volontarismo (ουσ αρσ )
volontaristico (επίθ.)
volonteroso (επίθ.)
volontieri (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---